Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Ενσαρκωτής ονείρων, προϊόν, ένα τραγικό πρόσωπο:Αντί για μνημόσυνο στον Michael Jackson


Ανήκω σε αυτούς που στάθηκαν για λίγο χρόνο στην είδηση του θανάτου του διάσημου καλλιτέχνη και διεθνούς star Μάικλ Τζάκσον. Ο θάνατός του, πέρα από συνειρμούς και συναισθήματα που ανάγονται σε αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, όπου η τάση μιμητισμού αλλά και αναζήτησης «εξωτικών» προτύπων υπάρχει με ισχυρότερη ένταση, αποτέλεσε το ερέθισμα για μια σειρά από σκέψεις που σχετίζονται με την πραγματικότητα στην οποία ζούμε.
Στην περίπτωση του οπωσδήποτε εκκεντρικού αυτού καλλιτέχνη με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο μπορεί κανείς να διακρίνει χαρακτηριστικά που θα άξιζαν τον κόπο, εάν φυσικά καταστεί δυνατόν να διαχωριστεί η πραγματικότητα από την αναπαραγόμενη «μυθολογία», να αποτελέσουν το αντικείμενο πραγματείας από πλήθος επιστημών. Κοινωνιολόγοι, διαφημιστές, ειδικοί περί τα ΜΜΕ και την παγκοσμιοποίηση, ψυχίατροι έως και νομικοί θα μπορούσαν να ασχοληθούν με πτυχές της ζωής και της ιστορίας του ανθρώπου που αποτέλεσε ίνδαλμα για πολλούς, άνοιξε δρόμους, αλλά και ενεπλάκη σε σκοτεινές υποθέσεις που αμαύρωσαν την εικόνα του.
Όλοι οι παραπάνω θα είχαν πολλά να ερευνήσουν για έναν άνθρωπο που εκτοξεύθηκε στο διεθνές στερέωμα προσδίδοντας για πρώτη φορά (ελέω της ταυτόχρονης γιγάντωσης των τεχνικών μέσων και της σημασίας του ηλεκτρονικού τύπου και των διαφημιστικών τεχνικών) στον όρο «παγκόσμιος star» τα σύγχρονά του χαρακτηριστικά (χωρίς να αγνοώ τις παραπλήσιες προγενέστερες περιπτώσεις όπως του «Βασιλιά της Ροκ» Έλβις Πρίσλευ ή συγκροτημάτων όπως οι Beattles). Έναν άνθρωπο που ανήγαγε το πρόσωπό του στο υπέρτατο προϊόν μια χώρας τότε ευρισκόμενης σε εκρηκτική-επεκτατική φάση κι ενός συγκεκριμένου πολιτιστικού προτύπου που διεκδικούσε την παγκόσμια επιβολή. Στην κρίσιμη καμπή της ανόδου ο άνθρωπος αυτός είτε επέλεξε, είτε επέτρεψε να του αποδοθούν ιδιότητες υπερφυσικές και πάντως ξένες με την ίδια την ουσία του, τα προσωπικά του στοιχεία, τα οποία και αφέθηκαν να ατροφήσουν χωρίς ποτέ να αναπτυχθούν, τουλάχιστον δημόσια.
Στην ιδιαίτερη περίπτωσή του έχουμε να κάνουμε με ένα πλούσιο ταλέντο που για συγκυριακούς λόγους συνέπλευσε και τελικά εξέφρασε τις ανάγκες ενός ολόκληρου, πανίσχυρου συστήματος που αναζητούσε στηρίγματα πάνω στα οποία να επενδύσει τις ορέξεις και τα όνειρά του στην αναδυόμενη παγκόσμια αγορά. Ένα από αυτά, για καιρό κυρίαρχο ίσως και πειραματικό, το βρήκε στο πρόσωπο του νέου αφροαμερικανού με τις καινοτόμες ιδέες. Επένδυσε πάνω του, τον έκανε (την κατασκευασμένη εικόνα του δηλαδή) συνώνυμο της επιτυχίας, της διασκέδασης και του θεάματος και αφού τα προσέφερε όλα απλόχερα, ύστερα παρέδωσε και το λογαριασμό. Στην ουσία δηλαδή συνέχισε να κάνει αυτό που εξαρχής ήταν προγραμματισμένο να κάνει, έστω και με κεκρυμμένο τρόπο. Να «καταναλώνει» το είδωλο που κατασκεύασε με κάθε δυνατό τρόπο, «προσφέροντας τις σάρκες» στο αδηφάγο κοινό. Ένα κοινό με διαρκή ανάγκη για παρόμοια είδωλα που στέκουν κάπου έξω από την τετριμμένη και πεζή πραγματικότητα και καθημερινότητα, «άφθαρτα» και φωτεινά, υποσχόμενα μια «άλλη» ζωή, «απόλυτα ευτυχή», με όρους όμως καθαρά ποσοτικούς, υλικούς και εν τέλει απατηλούς.
Πίσω από αυτήν την εικόνα, η πραγματικότητα, όπως πάντα σκληρή αν συνηθίζει κανείς να την αγνοεί. Ένας άνθρωπος ατελής συναισθηματικά, χωρίς να έχει προλάβει ή επενδύσει στην ηθική και πνευματική θωράκιση της προσωπικότητάς του, που δεν έχει προλάβει να πατήσει στη γη και να προσανατολιστεί ανάλογα, ένας άνθρωπος φθαρτός όσο ο καθένας που όμως βλέπει να του αποδίδονται ιδιότητες μιας ουσιαστικά «άφθαρτης» φύσης, μαθηματικά καταλήγει ένας προβληματικός άνθρωπος. Μπερδεμένος και περιορισμένος από την ίδια την εικόνα του, με διάφορα συμπλέγματα και ανασφάλειες που κατέτρωγαν τα σωθικά του και ακροβατώντας μεταξύ της πραγματικότητας, της φαντασίωσης και του μύθου, καταλήγει βλαπτικός για ανθρώπους του περιβάλλοντός του, ανήμπορος να γευτεί τα απλά και ουσιαστικά που όμως συνιστούν μια ανθρώπινη ύπαρξη.
Η πορεία, μετά την ιλιγγιώδη άνοδο, πτωτική έως παρακμιακή, με μικρά διαλείμματα απατηλής επανόδου. Ίσως με έκπληξη να παρατηρούσε αυτούς που τον ανέβαζαν στον Όλυμπο, με την ίδια ευκολία και χωρίς κανένα δισταγμό ή περίσκεψη (πχ μέριμνα για την τήρηση οποιασδήποτε «δεοντολογίας») να τον διασύρουν, σχεδόν χαιρέκακα. Μόνη διέξοδος στο δράμα, η «ηρωική» έξοδος, που έδωσε τροφή σε απίστευτης ποσότητας «ειδήσεις» και ανέδειξε κρυμμένες πτυχές. Πρώτα απ’ όλα επανέφερε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, με εκρηκτικό τρόπο. Οι «κατασκευαστές» του ειδώλου και μετέπειτα «καταναλωτές» του, ανακάλυψαν τα υπολείμματα του και έπεσαν επάνω τους με βουλιμία θέλοντας σχεδόν να τα «εξαερώσουν». Αυτοί που στηρίχθηκαν στην κατασκευή του συγκεκριμένου προτύπου, θυμήθηκαν το αυθεντικό τους προϊόν και επίτευγμα και το «τίμησαν» δεόντως και σύμφωνα με τα εκ φύσεως χαρακτηριστικά του. Ως μια εξωανθρώπινη, ψεύτικη και κατασκευασμένη εικόνα μιας φαντασίωσης. Ενός ανθρώπου που ουσιαστικά δεν υπήρξε ως τέτοιος.
Σκεφτόμουν την επομένη του θανάτου του, βλέποντας τους θρηνούντες αλλά και «συλλαμβάνοντας» τον εαυτό μου να συμμετέχει στην δυσθυμία, πως ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπήρξε ποτέ! Να ήταν εξαρχής μια καλοστημένη και σκηνοθετημένη τεχνητή εικόνα (κάτι σαν καρτούν) και τη μέρα εκείνη απλά να επελέγη ο τερματισμός της κυκλοφορίας του, για λόγους εμπορικούς. Κανείς μας και πάντως εγώ ποτέ δεν τον είδα από κοντά, δεν τον άκουσα εκτός της μεσολάβησης των ηλεκτρονικών μέσων με τη σχολαστικά κατασκευασμένη, λαμπερή εικόνα του που με θάμπωσε στα εφηβικά μου χρόνια.
Μια εικόνα, αλίμονο, που έκρυβε την αλήθεια μιας ύπαρξης βαθιά μελαγχολικής και προβληματικής, τόσο που να αντανακλάται με τρόπο σοκαριστικό μέχρι και στην αυθεντική μορφή της, κάτω από τα φτιασίδια. Αυτά που διέρρευσαν από την πραγματοποιηθείσα νεκροψία κι εφόσον αληθεύουν, με φρίκη μου έφεραν στο νου μια άλλη μορφή της ποπ κουλτούρας των παιδικών μου χρόνων, τον περίφημο κακό του STAR WARS, Νταρθ Βέιντερ με την αποκάλυψη της πραγματικής του μορφής στο τέλος από το γιο του, που πόρρω απείχε από την εμβληματική και αγέρωχη, προκαλούσα το δέος μορφή της ακμής του.
Ο άνθρωπος αυτός όμως, που δεν υπήρξε, αγγίζοντας το φαντασιακό εκατομμυρίων ανθρώπων, που σε αυτόν προέβαλλαν ό,τι ο καθένας επιθυμούσε, προκάλεσε με την «αναχώρησή» του αξιοπρόσεκτα (λόγω της μαζικότητας και της έντασης) γεγονότα και φαινόμενα, όπως αυτά που προκαλούσε και εν ζωή, στα χρόνια της ακμής. Η νέα γενιά ηλεκτρονικών μέσων (Internet) τον φιλοξένησε ακόμα μία φορά, μόνο για να ανιχνεύσει τα τεχνικά της όρια, αφού για ώρα δεν άντεξε το φόρτο των αιτήσεων πρόσβασης σε σχετικές πληροφορίες.
Όλα αυτά συνυπάρχουν με την αξιοπρόσεκτη μουσική που άφησε ως παρακαταθήκη, μαζί με τις πρωτοφανέρωτες δυνατότητας εμπορικής εκμετάλλευσής της. Τα ανωτέρω μας δημιουργούν σκέψεις για τις δυνατότητες χρησιμοποίησης των μέσων που διαθέτει ο σύγχρονος άνθρωπος και της ανάγκης-προτίμησής του για δημιουργία εναλλακτικών και πλασματικών «πραγματικοτήτων» σε βάρος της ίδιας της αλήθειας και των αληθινών, με σάρκα και οστά, ανθρωπίνων υποστάσεων. Σκέψεις για τον μαζικό τρόπο οργάνωσης της ζωής, της διασκέδασης, που αποπροσωποποιεί τα γεγονότα μειώνοντας την προσωπική και άμεση συμμετοχή του καθένα στην κάθε στιγμή και τελικά αποξενώνει τους ανθρώπους.
Μόνη προτροπή και δυνατότητα παρέμβασης του καθένα, αποτελεί η άσκηση στην προσέγγιση της πραγματικότητας με γνώμονα το ανθρώπινο μέτρο και με την αίσθηση των ορίων του. Η συνεχής και εναγώνια προσπάθεια διατήρησης των κριτικών και προσωπικών φίλτρων του καθενός, (εκτός από τις περιπτώσεις που εθελούσια και συνειδητά παραιτείται κανείς από αυτά, χάριν του συναισθήματος και της αίσθησης που αυτό προσφέρει) που εξασφαλίζει την προσωπική μας συμμετοχή, τον εξανθρωπισμό και τελικά την αλήθεια των γεγονότων.
Μουρμουρίζοντας μια από τις γνωστές του μελωδίες εύχομαι, στον άνθρωπο πια, καλό κατευόδιο.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Η Eurovision ως ένδειξη αποκοπής μας από την πραγματικότητα

Η γνωστή τα τελευταία χρόνια πάνδημη συμμετοχή και αγωνία για το διαγωνισμό της Eurovision, έκανε και φέτος αισθητή την παρουσία της. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην όλη διοργάνωση, τη φυσιογνωμία ή την όποια ποιοτική της αξιολόγηση, θέλω όμως να σχολιάσω μια διάσταση που για ακόμα μια φορά αναδεικνύει τη γύμνια της δικής μας, ελληνικής, δημόσιας έκφρασης και παρουσίας και καταδεικνύει μια αδυναμία κατανόησης της ίδιας της πραγματικότητας. Άξια ξεχωριστής ανάλυσης θα ήταν βέβαια -με τη συνεισφορά πολλών επιστημών, αλλά ειδικά της ψυχανάλυσης- και η διερεύνηση του γιατί, μπερδεύοντας πλήρως προτεραιότητες και κριτήρια αξιολόγησης, αποδίδουμε τόση σημασία σε γεγονότα παρόμοιας υφής, από την έκβαση των οποίων εξαρτούμε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό και την συγκυριακή συλλογική μας εικόνα και αυτοεκτίμηση,
Αποκομμένοι στη μακάρια «δική μας» εναλλακτική πραγματικότητα, τις (λίγες) φορές που συμβαίνει να έρθουμε σε διαλογική συνάντηση-αντιπαράθεση με τη διεθνή σκηνή, αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε, να αντιληφθούμε τις αντικειμενικές συνθήκες και παρατηρούμε έπειτα τα δρώμενα αποσβολωμένοι προσπαθώντας να αναλύσουμε, με ανεπαρκή και «φανταστικά» εργαλεία, το «άδικο» του αποτελέσματος.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι πως, παρακολουθώντας τις εμβριθείς αναλύσεις για τα αίτια της άσχημης (με ποια κριτήρια αλήθεια και με ποια αντικειμενικά δεδομένα την κρίνουμε ως τέτοια;) ή έστω μη προσδοκώμενης κατάληξης της προσπάθειας του Έλληνα εκπροσώπου, για ακόμα μια φορά οι έχοντες την ευθύνη για τη διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου και παράλληλα διαμορφωτές της κοινής γνώμης, της δημόσιας αισθητικής αλλά και «βασικής-κοινωνικής» παιδείας, αδυνατούν να ξεστομίσουν (δεν το βλέπουν ή δεν τολμούν να το παραδεχτούν γιατί θα αναιρεί το «έργο» τους των τελευταίων δεκαετιών;) πως ο «βασιλιάς -και εδώ- είναι γυμνός»!
Πρόσωπα γεμάτα απορία, βαθυστόχαστες αναλύσεις περί «διεθνών συμμαχιών» και μηχανορραφιών, γνώμες «ειδικών» περί της προφανούς αρτιότητας της ελληνικής παρουσίας και προετοιμασίας, η ίδια η έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπο του καλλιτέχνη και η δήλωση πως «απέτυχε να μας εκπροσωπήσει» και η υποκρυπτόμενη υπόνοια της αδικίας. Κι όλα αυτά ενώ η απάντηση είναι απλούστατη. Το συγκεκριμένο τραγούδι-προϊόν δεν παρήγαγε τα αναμενόμενα, παρά τις εξαγγελίες και τις δυσανάλογες δαπάνες που βάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, απλά γιατί παρέμεινε ένα ψυχρό προϊόν. Χωρίς περιεχόμενο, χωρίς έμπνευση, χωρίς ψυχή. Ένα γυαλισμένο, όμορφα και άρτια σερβιρισμένο, κοινότυπο τίποτα! Χωρίς στοιχεία ταυτότητας συλλογικής ή ατομικής, χωρίς στοιχεία ψυχικού πάθους, χωρίς αυτήν την αυθεντική αγωνία κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας για μετάδοση μηνύματος και φορτίου στον Άλλο. Μουσική κοινότυπη, μιμητική και απλώς ανεκτά ευχάριστη, στίχος ανύπαρκτος.
Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητά μας στη χώρα αυτή και στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας, καιρό τώρα. «Περισπούδαστοι» διάλογοι, κενολόγοι κάθε είδους, ανυπαρξία ουσιαστικής συζήτησης και προβληματισμού, παραγωγή και παραγωγοί φασαρίας και εντυπώσεων της μιας στιγμής, απώλεια αίσθησης του σημαντικού και διαχρονικού, ανάδειξη του μέτριου, εφήμερου και ασήμαντου. Μια συλλογική σκηνή, καθοδηγούμενη από τους ταγούς των κυρίαρχων ΜΜΕ, ανερμάτιστη, «επαρχιώτικης», δηλαδή περιθωριακής και παρασιτικής λογικής που οδηγεί στον εκφυλισμό και στο τίποτα!
Γιατί πράγματι, η παρουσίαση του τραγουδιού είχε όλα τα εχέγγυα μιας επαγγελματικής δουλειάς. Άρτια οργάνωση, ακριβή παραγωγή, εντυπωσιακό σώου, λαμπερό παρουσιαστή. Έλειπε όμως το ουσιαστικότερο. Στην εποχή της γενικότερης ξηρασίας και γενικευμένης δίψας για το αυθεντικό, για το αληθινό, γι’ αυτό που κομίζει κάτι, που δίνει απάντηση στο αδυσώπητο «γιατί» και το κενό νοήματος που όλοι βιώνουμε, εμείς δεν μπορέσαμε να ψελλίσουμε ούτε καν μια συλλαβή. Ένα κάτι που να υποδηλώνει παρουσία άξια προσοχής, που να συνεισφέρει στον ευρύτερο διάλογο.
Το ανησυχητικό όμως δεν είναι αυτό. Η ανησυχία προέρχεται από την αδυναμία μας να αντιληφθούμε την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει και την αξίωσή μας και από τους άλλους, τους έξω, να εκλαμβάνουν τη δική μας μίζερη καθημερινότητα και πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο και να αναπαράγουν τα δικά μας στερεότυπα και φαντασιώσεις. Μα πώς είναι δυνατόν ο «απόλυτός μας σταρ» να θεωρείται απλώς αποδεκτός, ή μέτριος από τους άλλους; Τι άλλο θέλουν πια; Και στα αγγλικά ήταν οι στίχοι και χορευτικό το κομμάτι και εντυπωσιακός ο καλλιτέχνης. Τι συνέβη;
Συνέβη ότι απλά ανιχνεύουμε τα δείγματα της ουσιαστικής μας ανυπαρξίας ως συλλογικού υποκειμένου και απομένουμε θεατές, μόνοι και αδιάφοροι, σφιχταγκαλιασμένοι με τις εκτός πραγματικότητας και σημασίας εξωτερικά διαμορφωμένες ως «θέσφατο» πεποιθήσεις, μιας μωρής καθημερινότητας και πορείας. Υπερβολές; Ίσως. Μια παράταιρη σταγόνα με φιλοδοξία συμβολής στον όποιον δημόσιο διάλογο.

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Υποθέσεις βασανισμού υπόπτων: Ζήτημα ουσίας και αξιοπιστίας για τον Πρόεδρο Ομπάμα

Συμπληρώνει αυτές τις μέρες ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. τις πρώτες του 100 ημέρες στο αξίωμα και πολλές είναι οι αναλύσεις και οι σχολιασμοί που λαμβάνουν χώρα σε σχέση με τα πεπραγμένα του μέχρι σήμερα. Το εύρος των πρωτοβουλιών του, την τόλμη ή το συντηρητισμό του, τη συμφωνία με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις και τις τεράστιες, πλανητικών διαστάσεων, προσδοκίες που είχε εμπνεύσει. Από το τεράστιο φάσμα θεμάτων που θα μπορούσαν να προσεγγισθούν σαν πρώτες εκτιμήσεις –αφού για «ασφαλέστερες» αναλύσεις και συμπεράσματα είναι ακόμα ιδιαίτερα νωρίς- θέλω για λίγο να σταθώ στις πολύ πρόσφατες προσπάθειες για αποκάλυψη μεθόδων και τεχνικών που εφάρμοσε ο αμερικανικός στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που εν πολλοίς αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό (ιδεολογικά και πολιτικά) της προηγούμενης Κυβέρνησης.
Ο Πρόεδρος Ομπάμα αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα φωτογραφίες ΄που αποδεικνύουν την εφαρμογή πρακτικών βασανισμού κρατουμένων σε περισσότερες περιπτώσεις, κάτι που δείχνει πως υπήρχε κεντρική οδηγία και κάλυψη προς τις υπηρεσίες του στρατού για την τέλεσή τους. Δεν απέκλεισε μάλιστα να ακολουθήσουν και διώξεις σε αξιωματούχους, κάτι που οδήγησε φυσικά σε φραστικές επιθέσεις εναντίον του για δήθεν προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του γεγονότος αλλά και «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». Όσο κι αν αυτά φαντάζουν, κατά έναν αστείο στις αναλογίες του τρόπο, κάπως οικεία σε εμάς τους ενασχολούμενους με τα περιθωριακά και ασήμαντα, φθοροποιά της καθημερινότητάς μας, αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε σε αυτά, αφού θίγουν τον πυρήνα ενός θέματος που μας έχει ξανά απασχολήσει και θα μας απασχολεί και στο μέλλον.
Ένα θέμα που βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και γύρω από το οποίο τα αντανακλαστικά της κοινωνίας θα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση. Αναφέρομαι φυσικά στο θέμα της ονομαζόμενης σύγκρουσης μεταξύ της ασφάλειας και της ελευθερίας. Μια σύγκρουση που όπως επανειλημμένα έχει αναλυθεί και όπως και το παρόν κείμενο υποστηρίζει σθεναρά, είναι εικονική και εμπεριέχει στοιχεία λαϊκισμού, καθώς στοχεύει στον ερεθισμό στοιχείων του θυμικού των μαζών με σκοπό τον περιορισμό των ελευθεριών και την επιβολή απαράδεκτων για ένα κράτος δικαίου μέτρων, κανόνων και πρακτικών. Στην αντιπαράθεσή του με νοοτροπίες και πρακτικές του άμεσου παρελθόντος- αντιπαράθεση που μέχρι σήμερα εκφράστηκε και περιορίστηκε στα ρητορικά σχήματα και στις συμβολικές κινήσεις και στην οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλει και την επικράτησή του- ο Πρόεδρος Ομπάμα, έρχεται στην ουσία για πρώτη φορά αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με την «καυτή πατάτα». Αντιμετωπίζει ευθέως μια άσχημη εκδοχή της πατρίδας του που ευθύνεται εν πολλοίς και για την εικόνα και αντίληψή της διεθνώς. Για την εικόνα αυτή που έθεσε τις Η.Π.Α. για σειρά ζητημάτων σε παρένθεση όσον αφορά τη διεθνή νομιμότητα και τον πολιτισμό που φιλοδοξεί να πρεσβεύει και του οποίου να ηγείται, ευθύνονται λογικές αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα που τις εξέφρασαν και εφάρμοσαν.
Σίγουρα υπάρχουν επιχειρήματα και μπορούν να βρεθούν (ή να εφευρεθούν) ελαφρυντικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι αναγκαίο για την αξιοπιστία των λόγων και τη διασφάλιση του κύρους των Η.Π.Α. αλλά και την επαλήθευση της ισχύος του κράτους δικαίου, να αφεθεί το φως της δικαιοσύνης να ξεπλύνει την υπόθεση. Θα ήθελα εδώ να τονίσω για ακόμα μια φορά πως το δίλημμα είναι ψευδές. Εάν η δημοκρατία χρειάζεται πρακτικές που την καταλύουν στην ουσία της, προκειμένου να προστατευτεί η ασφάλεια των πολιτών και του ίδιου του κράτους, τότε αυτή η δημοκρατία αποδεικνύει την αδυναμία της αλλά και την ουσιαστική της ήττα εκ προοιμίου.
Η διασφάλιση των κανόνων δικαίου για όλους και σε κάθε περίπτωση, μέσα στα όρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι η μόνη απάντηση σε αυτούς που με άλλα μέσα προσπαθούν να επιβάλλουν τη λογική και τους σκοπούς τους. Είναι το βασικό επιχείρημα και απόδειξη της όποιας «ηθικής» υπεροχής αλλά και αλήθειας του συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και του βίου. Αλλιώς πρόκειται απλώς για ωραία και παραπλανητικά λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται και εφαρμόζονται κατά το δοκούν, πράγμα που νομιμοποιεί και επιβεβαιώνει πλήρως τους ισχυρισμούς των «αντιφρονούντων» περί ανυπαρξίας της, ή περί κατ’ επίφαση δημοκρατίας. Αλλιώς πρόκειται για ακόμα ένα πολίτευμα ή σύστημα που δια της ισχύος (της άλογης και «στεγνής» βίας) προσπαθεί να επιβάλει το δίκιο του.
Το επιχείρημα που αντιπροβάλλεται, ότι οι μέθοδοι αυτές είχαν αποτελέσματα, δούλεψαν και μας προστάτεψαν, ενισχύει ακριβώς αυτήν την εκδοχή της δημοκρατίας, ως κατά περίσταση και περίπτωση ισχύοντος εργαλείου στα χέρια των εκάστοτε κυρίαρχα αποφασιζόντων και ασαφών όσον αφορά στην ταυτότητά τους «αρχόντων», εκπροσώπων της αόριστης έννοιας του «κράτους». Να μην ξεχνάμε πως τα απαράδεκτα αυτά μέτρα, οι βασανισμοί, που απαγορεύονται ρητά από κάθε σύγχρονο φιλελεύθερο νομικό κείμενο ( από το ελληνικό Σύνταγμα, έως την Ευρ. Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και τον Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ο.Η.Ε.) εφαρμόζονταν εναντίον απλών κρατουμένων, υπόπτων και όχι δικασμένων και καταδικασμένων ανθρώπων. Η απόλυτη παραβίαση της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της προστασίας της προσωπικότητας, του τεκμηρίου αθωότητας και ο υποβιβασμός του ανθρώπου σε απλό αντικείμενο εξουσίας.
Επίσης ένα ακόμα στοιχείο που συνήθως παραμερίζεται είναι η εσωτερική αντίφαση του άνω επικαλούμενου ισχυρισμού. Η ασφάλεια των πολιτών που προσπαθούμε όλοι να διασφαλίσουμε δεν νοείται μόνο ως εξωτερική ασφάλεια. Νοείται και στα πλαίσια του κράτους και της κοινωνίας και άρα και έναντι του κράτους, που εκ των προτέρων και με τρόπο σαφή αυτοπεριορίζεται και περιγράφει τα όριά του. Εάν αυτά τα όρια δεν είναι σαφή ή αλλάζουν κατά το δοκούν και με γνώμονα μια ασαφή επιχειρηματολογία περί «αποτελεσματικότητας», τότε πέρα από την ελευθερία δεν τραυματίζεται βάναυσα και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών;
Παραμένει ακανθώδες το ζήτημα των πιθανών πολιτικών περιπλοκών που μπορεί να λάβει το θέμα, αφού η αλυσίδα των ευθυνών μπορεί να εμπλέξει και πρόσωπα που βρίσκονταν σε υψηλές θέσεις της προηγούμενης Κυβέρνησης. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να σταθεί ικανό εμπόδιο στις προσπάθειες διαλεύκανσης της υπόθεσης και απάλειψης του στίγματος από το σύστημα. Η απόδοση ευθυνών, όπου αναλογούν, από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, θα δώσει ηχηρό μήνυμα προς όλους, θα δώσει ένα λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση, θα ενισχύσει την αξιοπιστία του νέου Προέδρου και της ηθικής που θέλει να παρουσιάζει πως εκπροσωπεί (ως σύστημα-θεσμός αλλά και ως πρόσωπο) και θα επαναφέρει σημαντικό μέρος από το τρωθέν κύρος και την περί δημοκρατίας και ηθικής επιχειρηματολογία που χαρακτηρίζει τον επίσημο λόγο των Η.Π.Α. στο διεθνές στερέωμα.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Με αφορμή τις πρόσφατές αναδασώσεις:Ερωτήματα για την έννοια του «γεγονότος» στα δελτία ειδήσεων.

Είχα την ευκαιρία και τη χαρά να συμμετέχω, εκπροσωπώντας τη «Συνεργασία των 12 φορέων για το Περιβάλλον» που συντονίζει η Υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, σε δυο γεγονότα μεγάλης κατά την άποψή μου σημασίας, τόσο ουσιαστικής όσο και συμβολικής, με την έννοια της κινητοποίησης και ενεργοποίησης μεγάλου αριθμού πολιτών για την επίτευξη ενός συλλογικού στόχου. Αναφέρομαι στις δυο διαδοχικές αναδασώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο της Πεντέλης και της Αιξωνής Γλυφάδας, με πρωτοβουλία περιβαλλοντικών οργανώσεων (ΣΠΑΠ και ΣΠΑΥ) και του ΣΚΑΪ. Πέραν της πρωτοβουλίας καθαυτής και της μεγάλης ουσιαστικής της αξίας, θα ήθελα να εγείρω ένα παρεμφερές ζήτημα που αγγίζει πληθώρα πτυχών της λειτουργίας της δημοκρατίας μας. Έχει έλθει με επιτακτικό τρόπο ο χρόνος να ασχοληθούμε συλλογικά και με εντατικό και εμφατικό τρόπο με το τι συνιστά «γεγονός» το οποίο χρήζει αναφοράς από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και το οποίο αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας την οποία και συνδιαμορφώνει.
Παρακολουθώντας την επικαιρότητα όπως την αντιλήφθηκαν και όρισαν τις αντίστοιχες μέρες τα υπόλοιπα μέσα, πλην του «επικοινωνιακού χορηγού», τα σημαντικά αυτά γεγονότα απλώς δεν υπήρξαν! Κάποιος συμπολίτης μας που δεν είχε την τεχνική δυνατότητα λήψης σήματος από το συγκεκριμένο σταθμό θα μάθαινε για το «γνωστό μοντέλο» που διακινούσε (αορίστως) ναρκωτικά, αλλά ουδέποτε θα πληροφορείτο πως χιλιάδες συμπολίτες του ενεργοποιήθηκαν και διέθεσαν τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο τους για να συνενώσουν τις δυνάμεις τους και να συνδράμουν σε μια πρωτοβουλία αντίστασης, ζωής και ελπίδας.
Και είναι σίγουρο πως τα ΜΜΕ στα πλαίσια και της «ελευθεροτυπίας» αποφασίζουν ελεύθερα για τη θεματολογία των δελτίων ειδήσεων ή των ενημερωτικών εκπομπών, όμως για ορισμένες αθέατες πτυχές που εθιμικά διαμορφώνουν το πλαίσιο των επιλογών τους και την ιεράρχηση της θεματολογίας τους, μπορούν να εγερθούν εύλογα ερωτήματα και αντιρρήσεις. Υποστηρίζω εδώ πως για πολλά από τα θεωρούμενα αυτονόητα ανωτέρω κριτήρια, υπερισχύουν απόψεις που τελικά δεν βασίζονται σε καμία λογική, ούτε και στη θεραπεία του συμφέροντος του ίδιου του μέσου που τα χρησιμοποιεί, ούτε βέβαια και του κοινωνικού συνόλου.
Για παράδειγμα, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, πέρα από την όποια ποιοτική αξιολόγηση των γεγονότων (του λόγου-σκοπού της συνάθροισης του πλήθος φορέων-πολιτών) πρέπει να καταμετρηθεί καθαρά η ποσοτική τους διάσταση. Σε κάθε περίπτωση και με τη στοιχειώδη και μόνο λογική, το στοιχείο της συνάθροισης μερικών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε έναν χώρο και για ένα σκοπό (όποιος κι αν είναι αυτός) αποτελεί τον ορισμό του «γεγονότος», που θα έπρεπε να αναφερθεί συνολικά από τα ΜΜΕ του τόπου ασχέτως του φορέα που το προκάλεσε. Δεν εννοώ φυσικά εκτενή κάλυψη (αυτό το αναλαμβάνει ο οργανωτής-χορηγός), αλλά πάντως μια απλή αναφορά θα ήταν νομίζω επιβεβλημένη. Η λογική πως επειδή μια ενέργεια αποτελεί πρωτοβουλία ανταγωνιστή, αποσιωπάται κατά τρόπο πλήρη από όλους τους υπόλοιπους, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή.
Πάντα αναρωτιόμουν γιατί για παράδειγμα θεωρείται αυτόματα «είδηση» το αστυνομικό δελτίο κάθε ημέρας, που μπορεί να περιλαμβάνει από αμελητέα μέχρι φρικιαστικά εγκλήματα και όχι μια είδηση όπως η ανωτέρω, ή κάτι άλλο που κομίζει κάτι πραγματικά νεωτερικό και αισιόδοξο στην κοινωνική και πολιτική μας ζωή. Τα κριτήρια με τα οποία αναβαθμίζονται ή και αποκτούν πραγματική υπόσταση γεγονότα και πρωτοβουλίες δεν είναι πάντα (αν όχι ποτέ) ούτε διαφανή, ούτε ουδέτερα και πρέπει να μας απασχολήσουν περισσότερο και με πιο οργανωμένο τρόπο. Στην ουσία πρόκειται για πολιτικές πράξεις που διαμορφώνουν από την πολιτική ατζέντα και το δημόσιο διάλογο μέχρι το ίδιο το κυρίαρχο πολιτιστικό πρότυπο ενός τόπου και ενός λαού.
Και πρέπει άμεσα να ξεκινήσουμε ως κοινωνία (με την έγερση δημόσιου διαλόγου και τη συμμετοχή φορέων, από τα κόμματα, τα Πανεπιστήμια και την Ακαδημία Αθηνών, έως φυσικά την ίδια την ΕΣΗΕΑ) ένα πρώτο συλλαβισμό αφετηριακών «αυτονόητων», για την αποτύπωση της πραγματικότητας με τρόπο αντικειμενικό, χρήσιμο και δίκαιο. Με κριτήρια που θα ξεπερνούν την ευτέλεια μιας θνησιγενούς «καθημερινότητας» και θα ποικίλουν ανάλογα με το είδος της είδησης. Γιατί κάθε ενέργεια που αγγίζει τη «δημόσια σφαίρα» και συναθροίζει π.χ. πλήθη για τη διενέργεια μιας πράξης (από μονοθεματικές πρωτοβουλίες έως την ίδρυση ενός κομματικού φορέα που φιλοδοξεί να αποτελέσει εναλλακτική επιλογή για το εκλογικό σώμα), αποτελεί γεγονός δημοκρατίας που δεν μπορεί να αποσιωπάται, λόγω έλλειψης πλαγίων ή μη μέσων προώθησης! Να μην ξεχνάμε πως από τις πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις δικτατορικών καθεστώτων αποτελεί η απαγόρευση συνάθροισης πολιτών άνω ενός συγκεκριμένου (πολύ μικρού συνήθως) αριθμού. Η σταδιακή αυτή αλλαγή της συγκεκριμένης νοοτροπίας αποσιώπησης θα είχε ευεργετικές συνέπειες στην ίδια τη λειτουργία της κοινωνίας μας.
Θα περιόριζε περιττούς και «ανόητους» ανταγωνισμούς και θα αποτελούσε το κίνητρο για όλους να προβαίνουν σε παρόμοιες κινήσεις (που θα προβάλλονταν αντίστοιχα κατ’ έθος). Στην εποχή που αναζητούμε τη συμμετοχή των πολιτών και την επαναδραστηριοποίησή τους, παρόμοιες κινήσεις έρχονται να καλύψουν κενά του δυσκίνητου κρατικού μηχανισμού αλλά και να αναδείξουν τη σημασία και τη δύναμη της περιλάλητης «κοινωνίας των πολιτών», που το μόνο που αναζητά είναι ένα έναυσμα για να ανταποκριθεί και να συνεισφέρει το απόθεμά της για τη βελτίωση των κοινών μας όρων διαβίωσης και τη δημιουργία του πολύτιμου «κοινωνικού κεφαλαίου», απαραίτητου στοιχείου για μια σύγχρονη, δηλαδή αποτελεσματική και πάντως δημοκρατική διακυβέρνηση.