Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Η Eurovision ως ένδειξη αποκοπής μας από την πραγματικότητα

Η γνωστή τα τελευταία χρόνια πάνδημη συμμετοχή και αγωνία για το διαγωνισμό της Eurovision, έκανε και φέτος αισθητή την παρουσία της. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην όλη διοργάνωση, τη φυσιογνωμία ή την όποια ποιοτική της αξιολόγηση, θέλω όμως να σχολιάσω μια διάσταση που για ακόμα μια φορά αναδεικνύει τη γύμνια της δικής μας, ελληνικής, δημόσιας έκφρασης και παρουσίας και καταδεικνύει μια αδυναμία κατανόησης της ίδιας της πραγματικότητας. Άξια ξεχωριστής ανάλυσης θα ήταν βέβαια -με τη συνεισφορά πολλών επιστημών, αλλά ειδικά της ψυχανάλυσης- και η διερεύνηση του γιατί, μπερδεύοντας πλήρως προτεραιότητες και κριτήρια αξιολόγησης, αποδίδουμε τόση σημασία σε γεγονότα παρόμοιας υφής, από την έκβαση των οποίων εξαρτούμε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό και την συγκυριακή συλλογική μας εικόνα και αυτοεκτίμηση,
Αποκομμένοι στη μακάρια «δική μας» εναλλακτική πραγματικότητα, τις (λίγες) φορές που συμβαίνει να έρθουμε σε διαλογική συνάντηση-αντιπαράθεση με τη διεθνή σκηνή, αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε, να αντιληφθούμε τις αντικειμενικές συνθήκες και παρατηρούμε έπειτα τα δρώμενα αποσβολωμένοι προσπαθώντας να αναλύσουμε, με ανεπαρκή και «φανταστικά» εργαλεία, το «άδικο» του αποτελέσματος.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι πως, παρακολουθώντας τις εμβριθείς αναλύσεις για τα αίτια της άσχημης (με ποια κριτήρια αλήθεια και με ποια αντικειμενικά δεδομένα την κρίνουμε ως τέτοια;) ή έστω μη προσδοκώμενης κατάληξης της προσπάθειας του Έλληνα εκπροσώπου, για ακόμα μια φορά οι έχοντες την ευθύνη για τη διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου και παράλληλα διαμορφωτές της κοινής γνώμης, της δημόσιας αισθητικής αλλά και «βασικής-κοινωνικής» παιδείας, αδυνατούν να ξεστομίσουν (δεν το βλέπουν ή δεν τολμούν να το παραδεχτούν γιατί θα αναιρεί το «έργο» τους των τελευταίων δεκαετιών;) πως ο «βασιλιάς -και εδώ- είναι γυμνός»!
Πρόσωπα γεμάτα απορία, βαθυστόχαστες αναλύσεις περί «διεθνών συμμαχιών» και μηχανορραφιών, γνώμες «ειδικών» περί της προφανούς αρτιότητας της ελληνικής παρουσίας και προετοιμασίας, η ίδια η έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπο του καλλιτέχνη και η δήλωση πως «απέτυχε να μας εκπροσωπήσει» και η υποκρυπτόμενη υπόνοια της αδικίας. Κι όλα αυτά ενώ η απάντηση είναι απλούστατη. Το συγκεκριμένο τραγούδι-προϊόν δεν παρήγαγε τα αναμενόμενα, παρά τις εξαγγελίες και τις δυσανάλογες δαπάνες που βάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, απλά γιατί παρέμεινε ένα ψυχρό προϊόν. Χωρίς περιεχόμενο, χωρίς έμπνευση, χωρίς ψυχή. Ένα γυαλισμένο, όμορφα και άρτια σερβιρισμένο, κοινότυπο τίποτα! Χωρίς στοιχεία ταυτότητας συλλογικής ή ατομικής, χωρίς στοιχεία ψυχικού πάθους, χωρίς αυτήν την αυθεντική αγωνία κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας για μετάδοση μηνύματος και φορτίου στον Άλλο. Μουσική κοινότυπη, μιμητική και απλώς ανεκτά ευχάριστη, στίχος ανύπαρκτος.
Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητά μας στη χώρα αυτή και στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας, καιρό τώρα. «Περισπούδαστοι» διάλογοι, κενολόγοι κάθε είδους, ανυπαρξία ουσιαστικής συζήτησης και προβληματισμού, παραγωγή και παραγωγοί φασαρίας και εντυπώσεων της μιας στιγμής, απώλεια αίσθησης του σημαντικού και διαχρονικού, ανάδειξη του μέτριου, εφήμερου και ασήμαντου. Μια συλλογική σκηνή, καθοδηγούμενη από τους ταγούς των κυρίαρχων ΜΜΕ, ανερμάτιστη, «επαρχιώτικης», δηλαδή περιθωριακής και παρασιτικής λογικής που οδηγεί στον εκφυλισμό και στο τίποτα!
Γιατί πράγματι, η παρουσίαση του τραγουδιού είχε όλα τα εχέγγυα μιας επαγγελματικής δουλειάς. Άρτια οργάνωση, ακριβή παραγωγή, εντυπωσιακό σώου, λαμπερό παρουσιαστή. Έλειπε όμως το ουσιαστικότερο. Στην εποχή της γενικότερης ξηρασίας και γενικευμένης δίψας για το αυθεντικό, για το αληθινό, γι’ αυτό που κομίζει κάτι, που δίνει απάντηση στο αδυσώπητο «γιατί» και το κενό νοήματος που όλοι βιώνουμε, εμείς δεν μπορέσαμε να ψελλίσουμε ούτε καν μια συλλαβή. Ένα κάτι που να υποδηλώνει παρουσία άξια προσοχής, που να συνεισφέρει στον ευρύτερο διάλογο.
Το ανησυχητικό όμως δεν είναι αυτό. Η ανησυχία προέρχεται από την αδυναμία μας να αντιληφθούμε την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει και την αξίωσή μας και από τους άλλους, τους έξω, να εκλαμβάνουν τη δική μας μίζερη καθημερινότητα και πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο και να αναπαράγουν τα δικά μας στερεότυπα και φαντασιώσεις. Μα πώς είναι δυνατόν ο «απόλυτός μας σταρ» να θεωρείται απλώς αποδεκτός, ή μέτριος από τους άλλους; Τι άλλο θέλουν πια; Και στα αγγλικά ήταν οι στίχοι και χορευτικό το κομμάτι και εντυπωσιακός ο καλλιτέχνης. Τι συνέβη;
Συνέβη ότι απλά ανιχνεύουμε τα δείγματα της ουσιαστικής μας ανυπαρξίας ως συλλογικού υποκειμένου και απομένουμε θεατές, μόνοι και αδιάφοροι, σφιχταγκαλιασμένοι με τις εκτός πραγματικότητας και σημασίας εξωτερικά διαμορφωμένες ως «θέσφατο» πεποιθήσεις, μιας μωρής καθημερινότητας και πορείας. Υπερβολές; Ίσως. Μια παράταιρη σταγόνα με φιλοδοξία συμβολής στον όποιον δημόσιο διάλογο.

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Υποθέσεις βασανισμού υπόπτων: Ζήτημα ουσίας και αξιοπιστίας για τον Πρόεδρο Ομπάμα

Συμπληρώνει αυτές τις μέρες ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. τις πρώτες του 100 ημέρες στο αξίωμα και πολλές είναι οι αναλύσεις και οι σχολιασμοί που λαμβάνουν χώρα σε σχέση με τα πεπραγμένα του μέχρι σήμερα. Το εύρος των πρωτοβουλιών του, την τόλμη ή το συντηρητισμό του, τη συμφωνία με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις και τις τεράστιες, πλανητικών διαστάσεων, προσδοκίες που είχε εμπνεύσει. Από το τεράστιο φάσμα θεμάτων που θα μπορούσαν να προσεγγισθούν σαν πρώτες εκτιμήσεις –αφού για «ασφαλέστερες» αναλύσεις και συμπεράσματα είναι ακόμα ιδιαίτερα νωρίς- θέλω για λίγο να σταθώ στις πολύ πρόσφατες προσπάθειες για αποκάλυψη μεθόδων και τεχνικών που εφάρμοσε ο αμερικανικός στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που εν πολλοίς αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό (ιδεολογικά και πολιτικά) της προηγούμενης Κυβέρνησης.
Ο Πρόεδρος Ομπάμα αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα φωτογραφίες ΄που αποδεικνύουν την εφαρμογή πρακτικών βασανισμού κρατουμένων σε περισσότερες περιπτώσεις, κάτι που δείχνει πως υπήρχε κεντρική οδηγία και κάλυψη προς τις υπηρεσίες του στρατού για την τέλεσή τους. Δεν απέκλεισε μάλιστα να ακολουθήσουν και διώξεις σε αξιωματούχους, κάτι που οδήγησε φυσικά σε φραστικές επιθέσεις εναντίον του για δήθεν προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του γεγονότος αλλά και «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». Όσο κι αν αυτά φαντάζουν, κατά έναν αστείο στις αναλογίες του τρόπο, κάπως οικεία σε εμάς τους ενασχολούμενους με τα περιθωριακά και ασήμαντα, φθοροποιά της καθημερινότητάς μας, αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε σε αυτά, αφού θίγουν τον πυρήνα ενός θέματος που μας έχει ξανά απασχολήσει και θα μας απασχολεί και στο μέλλον.
Ένα θέμα που βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και γύρω από το οποίο τα αντανακλαστικά της κοινωνίας θα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση. Αναφέρομαι φυσικά στο θέμα της ονομαζόμενης σύγκρουσης μεταξύ της ασφάλειας και της ελευθερίας. Μια σύγκρουση που όπως επανειλημμένα έχει αναλυθεί και όπως και το παρόν κείμενο υποστηρίζει σθεναρά, είναι εικονική και εμπεριέχει στοιχεία λαϊκισμού, καθώς στοχεύει στον ερεθισμό στοιχείων του θυμικού των μαζών με σκοπό τον περιορισμό των ελευθεριών και την επιβολή απαράδεκτων για ένα κράτος δικαίου μέτρων, κανόνων και πρακτικών. Στην αντιπαράθεσή του με νοοτροπίες και πρακτικές του άμεσου παρελθόντος- αντιπαράθεση που μέχρι σήμερα εκφράστηκε και περιορίστηκε στα ρητορικά σχήματα και στις συμβολικές κινήσεις και στην οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλει και την επικράτησή του- ο Πρόεδρος Ομπάμα, έρχεται στην ουσία για πρώτη φορά αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με την «καυτή πατάτα». Αντιμετωπίζει ευθέως μια άσχημη εκδοχή της πατρίδας του που ευθύνεται εν πολλοίς και για την εικόνα και αντίληψή της διεθνώς. Για την εικόνα αυτή που έθεσε τις Η.Π.Α. για σειρά ζητημάτων σε παρένθεση όσον αφορά τη διεθνή νομιμότητα και τον πολιτισμό που φιλοδοξεί να πρεσβεύει και του οποίου να ηγείται, ευθύνονται λογικές αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα που τις εξέφρασαν και εφάρμοσαν.
Σίγουρα υπάρχουν επιχειρήματα και μπορούν να βρεθούν (ή να εφευρεθούν) ελαφρυντικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι αναγκαίο για την αξιοπιστία των λόγων και τη διασφάλιση του κύρους των Η.Π.Α. αλλά και την επαλήθευση της ισχύος του κράτους δικαίου, να αφεθεί το φως της δικαιοσύνης να ξεπλύνει την υπόθεση. Θα ήθελα εδώ να τονίσω για ακόμα μια φορά πως το δίλημμα είναι ψευδές. Εάν η δημοκρατία χρειάζεται πρακτικές που την καταλύουν στην ουσία της, προκειμένου να προστατευτεί η ασφάλεια των πολιτών και του ίδιου του κράτους, τότε αυτή η δημοκρατία αποδεικνύει την αδυναμία της αλλά και την ουσιαστική της ήττα εκ προοιμίου.
Η διασφάλιση των κανόνων δικαίου για όλους και σε κάθε περίπτωση, μέσα στα όρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι η μόνη απάντηση σε αυτούς που με άλλα μέσα προσπαθούν να επιβάλλουν τη λογική και τους σκοπούς τους. Είναι το βασικό επιχείρημα και απόδειξη της όποιας «ηθικής» υπεροχής αλλά και αλήθειας του συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και του βίου. Αλλιώς πρόκειται απλώς για ωραία και παραπλανητικά λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται και εφαρμόζονται κατά το δοκούν, πράγμα που νομιμοποιεί και επιβεβαιώνει πλήρως τους ισχυρισμούς των «αντιφρονούντων» περί ανυπαρξίας της, ή περί κατ’ επίφαση δημοκρατίας. Αλλιώς πρόκειται για ακόμα ένα πολίτευμα ή σύστημα που δια της ισχύος (της άλογης και «στεγνής» βίας) προσπαθεί να επιβάλει το δίκιο του.
Το επιχείρημα που αντιπροβάλλεται, ότι οι μέθοδοι αυτές είχαν αποτελέσματα, δούλεψαν και μας προστάτεψαν, ενισχύει ακριβώς αυτήν την εκδοχή της δημοκρατίας, ως κατά περίσταση και περίπτωση ισχύοντος εργαλείου στα χέρια των εκάστοτε κυρίαρχα αποφασιζόντων και ασαφών όσον αφορά στην ταυτότητά τους «αρχόντων», εκπροσώπων της αόριστης έννοιας του «κράτους». Να μην ξεχνάμε πως τα απαράδεκτα αυτά μέτρα, οι βασανισμοί, που απαγορεύονται ρητά από κάθε σύγχρονο φιλελεύθερο νομικό κείμενο ( από το ελληνικό Σύνταγμα, έως την Ευρ. Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και τον Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ο.Η.Ε.) εφαρμόζονταν εναντίον απλών κρατουμένων, υπόπτων και όχι δικασμένων και καταδικασμένων ανθρώπων. Η απόλυτη παραβίαση της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της προστασίας της προσωπικότητας, του τεκμηρίου αθωότητας και ο υποβιβασμός του ανθρώπου σε απλό αντικείμενο εξουσίας.
Επίσης ένα ακόμα στοιχείο που συνήθως παραμερίζεται είναι η εσωτερική αντίφαση του άνω επικαλούμενου ισχυρισμού. Η ασφάλεια των πολιτών που προσπαθούμε όλοι να διασφαλίσουμε δεν νοείται μόνο ως εξωτερική ασφάλεια. Νοείται και στα πλαίσια του κράτους και της κοινωνίας και άρα και έναντι του κράτους, που εκ των προτέρων και με τρόπο σαφή αυτοπεριορίζεται και περιγράφει τα όριά του. Εάν αυτά τα όρια δεν είναι σαφή ή αλλάζουν κατά το δοκούν και με γνώμονα μια ασαφή επιχειρηματολογία περί «αποτελεσματικότητας», τότε πέρα από την ελευθερία δεν τραυματίζεται βάναυσα και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών;
Παραμένει ακανθώδες το ζήτημα των πιθανών πολιτικών περιπλοκών που μπορεί να λάβει το θέμα, αφού η αλυσίδα των ευθυνών μπορεί να εμπλέξει και πρόσωπα που βρίσκονταν σε υψηλές θέσεις της προηγούμενης Κυβέρνησης. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να σταθεί ικανό εμπόδιο στις προσπάθειες διαλεύκανσης της υπόθεσης και απάλειψης του στίγματος από το σύστημα. Η απόδοση ευθυνών, όπου αναλογούν, από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, θα δώσει ηχηρό μήνυμα προς όλους, θα δώσει ένα λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση, θα ενισχύσει την αξιοπιστία του νέου Προέδρου και της ηθικής που θέλει να παρουσιάζει πως εκπροσωπεί (ως σύστημα-θεσμός αλλά και ως πρόσωπο) και θα επαναφέρει σημαντικό μέρος από το τρωθέν κύρος και την περί δημοκρατίας και ηθικής επιχειρηματολογία που χαρακτηρίζει τον επίσημο λόγο των Η.Π.Α. στο διεθνές στερέωμα.